- αμυγδαλοθραύστης
- οόργανο με το οποίο σπάζουν τα αμύγδαλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)] … Dictionary of Greek
αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
αμυγδαλοσπάστης — και μυγδαλοσπάστης, ο ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + σπάστης < σπω] … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek